Affektált görögul
Fordítás: affektált, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
σοφιστικέ, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, finical
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: affektált
affektált jelentése, affektált szótár görög, affektált görögul
Fordítások
- adóállomás görögul - πομπός, μεταδότης, διαβιβαστής, ραδιοτηλεοπτικό σταθμό, ραδιοτηλεοπτικός σταθμός, ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, σταθμού μεταδόσεως, ...
- aeroszol görögul - σπρέι, αεροζόλ, αερολύματος, αερόλυμα, αερολυμάτων, αεροζόλης
- affektív görögul - συγκινητικό, συγκινητική, συναισθηματική, συγκινησιακή, συναισθηματικό
- affinitás görögul - αγχιστεία, έλξη, συνάφεια, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Véletlenszerű szavak
Affektált görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: σοφιστικέ, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, finical
Fordítások: σοφιστικέ, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, finical