Bebörtönzött görögul
Fordítás: bebörtönzött, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
δέσμιος, αιχμάλωτος, φυλακίστηκε, φυλακιστεί, φυλακισμένος, φυλακίστηκαν, φυλακισμένοι
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: bebörtönzött
bebörtönzött gólya, bebörtönzött szótár görög, bebörtönzött görögul
Fordítások
- beborult görögul - βαρύς, θολός, συννεφιασμένο, συννέφιασε, θόλωναν, συννεφιασμένος
- bebörtönzés görögul - φυλάκιση, φυλάκισης, ποινή φυλάκισης, φυλακίσεως, φυλακίσεις
- becenév görögul - παρατσούκλι, ψευδώνυμο, nickname, ψευδώνυμό, το ψευδώνυμό
- becsapható görögul - μωρόπιστος, εύπιστος, αφελείς, εύπιστους, αφελείς οι, εύπιστη
Véletlenszerű szavak
Bebörtönzött görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: δέσμιος, αιχμάλωτος, φυλακίστηκε, φυλακιστεί, φυλακισμένος, φυλακίστηκαν, φυλακισμένοι
Fordítások: δέσμιος, αιχμάλωτος, φυλακίστηκε, φυλακιστεί, φυλακισμένος, φυλακίστηκαν, φυλακισμένοι