Bekerített görögul

Fordítás: bekerített, Szótár: magyar » görög

Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
κολλητός, πνιγηρός, κοντά, αποπνιχτικός, περιφραγμένη, περιφραγμένο, περιφραγμένος, περιφραγμένες, περιφραγμένα
Bekerített görögul
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek

Kapcsolódó szavak: bekerített

bekerített hely fogalma, bekerített macska, bekerített kutyafuttató, bekerített hely, bekerített legelő, bekerített szótár görög, bekerített görögul

Fordítások

  • bekattanás görögul - μέχρι να ασφαλίσει, μέχρι να κάνει κλικ, έως ότου ασφαλίσει, μέχρι να κουμπώσει
  • bekeretezés görögul - διάρθρωση, πλαισίωση, διαμόρφωση, χάραξη, διαμόρφωσης, πλαισίωσης
  • bekerítés görögul - περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, περίφραγμα, περικύκλωση, περικύκλωσης, την περικύκλωση, ...
  • bekezdés görögul - παράγραφος, παράγραφο, παραγράφου, σκέψη, εδάφιο
Véletlenszerű szavak
Bekerített görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: κολλητός, πνιγηρός, κοντά, αποπνιχτικός, περιφραγμένη, περιφραγμένο, περιφραγμένος, περιφραγμένες, περιφραγμένα