Elgyötört görögul
Fordítás: elgyötört, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
καταβεβλημένος, ταλαιπωρημένο, την καταβεβλημένη, ωχρός, καταβεβλημένες
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: elgyötört
elgyötört törpe, elgyötört szótár görög, elgyötört görögul
Fordítások
- elgondolás görögul - σχεδιασμός, έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, εννοίας
- elgyöngített görögul - ελαφρύνω, αμβλύνω
- elgörbülés görögul - διαστρεβλώνω, εκτροπή, απόκλιση, Παραμόρφωση, Deflection, Εκτροπής
- elhagyatott görögul - μοναχικός, μόνος, εγκαταλειμμένος, εγκαταλειφθεί, εγκαταλείφθηκε, εγκατέλειψε, εγκαταλελειμμένα
Véletlenszerű szavak
Elgyötört görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: καταβεβλημένος, ταλαιπωρημένο, την καταβεβλημένη, ωχρός, καταβεβλημένες
Fordítások: καταβεβλημένος, ταλαιπωρημένο, την καταβεβλημένη, ωχρός, καταβεβλημένες