Finomított görögul
Fordítás: finomított, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: finomított
finomított shea vaj, finomított olaj, finomított kakaóvaj, finomított étolaj, finomított kókuszolaj, finomított szótár görög, finomított görögul
Fordítások
- finomság görögul - λεπτότητα, λεπτότητας, καθαρότητας, λεπτότητος, τη λεπτότητα
- finomítatlan görögul - ωμός, ακατέργαστος, χονδροειδής, ανεπεξέργαστος, ανεπεξέργαστο, μη ραφιναρισμένο, μη ραφιναρισμένου, ...
- finomítás görögul - βελτίωση, λεπτότητα, διύλιση, ραφινάρισμα, ευγένεια
- fintor görögul - μορφάζω, γκριμάτσα, μορφασμό, μορφασμός, μορφασμού
Véletlenszerű szavak
Finomított görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου
Fordítások: καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου