Folytatódó görögul
Fordítás: folytatódó, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
επίμονος, διαρκής, συνεχίζεται, συνέχισε, συνεχίστηκε, συνέχισαν, εξακολούθησε
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: folytatódó
folytatódó álom, folytatódó sorozatok 2013, folytatódó szótár görög, folytatódó görögul
Fordítások
- folyosópalánk görögul - φρύδι, διαβάθρας, διάδρομό, σανιδόσκαλα, διαβάθρα, διάδρομό τους
- folytatás görögul - διαδοχή, αλληλουχία, συνέχιση, συνέχεια, συνέχισης, διατήρηση, τη συνέχιση
- folytatólagos görögul - συνεχίζεται, συνέχισε, συνεχίστηκε, συνέχισαν, εξακολούθησε
- folytonos görögul - ενδελεχής, παντοτινός, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Véletlenszerű szavak
Folytatódó görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: επίμονος, διαρκής, συνεχίζεται, συνέχισε, συνεχίστηκε, συνέχισαν, εξακολούθησε
Fordítások: επίμονος, διαρκής, συνεχίζεται, συνέχισε, συνεχίστηκε, συνέχισαν, εξακολούθησε