Halmozódó görögul
Fordítás: halmozódó, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
σωρευτικός, αθροιστικός, σωρευτικές, αθροιστική, σωρευτική, σωρευτικό
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: halmozódó
halmozódó szótár görög, halmozódó görögul
Fordítások
- halmozó görögul - σωρεύτης, Stacker, στοίβαξης, Μονάδα στοίβαξης, στοιβακτής
- halmozódás görögul - συσσωμάτωση, Η συσσωμάτωση, Aggregation, Συνάθροιση, θροισμα
- halogató görögul - αργός, παρελκυστική, παρελκυστικές, παρελκυστικών, παρελκύει
- halom görögul - σφίγγω, συσφίγγω, σωρός, σωρό, σωρού, στοίβα, πέλος
Véletlenszerű szavak
Halmozódó görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: σωρευτικός, αθροιστικός, σωρευτικές, αθροιστική, σωρευτική, σωρευτικό
Fordítások: σωρευτικός, αθροιστικός, σωρευτικές, αθροιστική, σωρευτική, σωρευτικό