Illesztett görögul
Fordítás: illesztett, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
κοινός, γόμφος, άρθρωση, κοψίδι, συμφωνημένα, ταιριάζουν, ταιριάζει, συνδυάζεται, συνοδεύεται
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: illesztett
illesztett terhelés, illesztett lezárás, illesztett méret, illesztett szűrő, illesztett furat, illesztett szótár görög, illesztett görögul
Fordítások
- illemhely görögul - μυημένος, αποχωρητήριο, ευκολία, άνεση, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
- illeszkedés görögul - προσθήκη, καταχώρηση, Fit, Προσαρμογή, Τοποθετήστε, κατάλληλα, κατάλληλο
- illesztés görögul - συνενώνω, συνδέω, ενώνω, κατατάσσομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ...
- illetlen görögul - βαθμίδα, κατατάσσω, βαθμός, βαθμολογώ, απρεπής, άσεμνος, άσεμνο, ...
Véletlenszerű szavak
Illesztett görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: κοινός, γόμφος, άρθρωση, κοψίδι, συμφωνημένα, ταιριάζουν, ταιριάζει, συνδυάζεται, συνοδεύεται
Fordítások: κοινός, γόμφος, άρθρωση, κοψίδι, συμφωνημένα, ταιριάζουν, ταιριάζει, συνδυάζεται, συνοδεύεται