Közben görögul
Fordítás: közben, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: közben
közben vagy közbe, közbenjárás, közben szinoníma, közben angolul, csókolózás közben, közben szótár görög, közben görögul
Fordítások
- köz görögul - λωρίδα, δρομάκι, πάροδος, δημόσιο, κοινό, Δημόσιας, Δημόσια, ...
- közbeiktatott görögul - διάμεσος, διάμεση, διάμεσο, διάμεσης, ενδιάμεσο
- közbenjáró görögul - μεσολαβητής, διαμεσολαβητή, μεσολαβητή, διαμεσολαβητής, μεσίτης
- közbetelepülés görögul - ταινία, ενδιάμεση, ενδιάμεσο, ενδιάμεσος, ενδιάμεσου, ενδιαμέσου
Véletlenszerű szavak
Közben görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της
Fordítások: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της