Kisugárzó görögul
Fordítás: kisugárzó, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
ακτινοβολίας, της ακτινοβολίας, ακτινοβολούσα, ακτινοβολιακής, δια ακτινοβολίας
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: kisugárzó
kisugárzó fájdalom, kisugárzó fülfájás, kisugárzó fájdalom a herében, sugárzó lábfájdalom, sugárzó derékfájdalom, kisugárzó szótár görög, kisugárzó görögul
Fordítások
- kissé görögul - φτωχά, ελαφρώς, λίγο, ελαφρά, ελάχιστα, κάπως
- kisugárzás görögul - εκπομπή, εκπομπών, εκπομπής, των εκπομπών, εκπομπές
- kiszabadulás görögul - αποσύνδεση, απαγκίστρωση, απεμπλοκή, απεμπλοκής, αποδέσμευση
- kiszabás görögul - διαμόρφωση, τη διαμόρφωση, διαμόρφωση της, μορφοποίηση, διαμόρφωση των
Véletlenszerű szavak
Kisugárzó görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: ακτινοβολίας, της ακτινοβολίας, ακτινοβολούσα, ακτινοβολιακής, δια ακτινοβολίας
Fordítások: ακτινοβολίας, της ακτινοβολίας, ακτινοβολούσα, ακτινοβολιακής, δια ακτινοβολίας