Megmért görögul
Fordítás: megmért, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: megmért
megmért szótár görög, megmért görögul
Fordítások
- megmérhetetlen görögul - απύθμενος, άπατος, μη δυνάμενος να μετρηθή, ασύγκριτα, ασύμμετρες, ασύμμετρα, ασύμβατων
- megmérés görögul - μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, μέτρηση, μέτρησης που
- megnevezés görögul - τίτλος, επωνυμία, ονομασία, ονομαστική αξία, ονομασίας, ονομαστικής αξίας, ονομασία της
Véletlenszerű szavak
Megmért görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται
Fordítások: μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται