Szaknyelv görögul
Fordítás: szaknyelv, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
γλώσσα, διάλεκτος, ορολογία, ορολογίας, την ορολογία, ορολογία που, της ορολογίας
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: szaknyelv
szaknyelv fogalma, szaknyelv szavak, szaknyelv tudás, szaknyelv jelentése, szaknyelv horizontális tagolódása, szaknyelv szótár görög, szaknyelv görögul
Fordítások
- szakmunkástanuló görögul - εκπαιδευόμενος, μαθητεία, μαθητείας, της μαθητείας, τη μαθητεία, αθητείας
- szakmány görögul - ορθογραφώ, συλλαβίζω, διάστημα, ξόρκι, εργασία με το κομμάτι, κομμάτι, το κομμάτι, ...
- szaknyelven görögul - τεχνικά, τεχνική γλώσσα, τεχνικής γλώσσας, η τεχνική γλώσσα, της τεχνικής γλώσσας, τεχνική ορολογία
- szakorvos görögul - ειδικός, ειδικό, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένες
Véletlenszerű szavak
Szaknyelv görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: γλώσσα, διάλεκτος, ορολογία, ορολογίας, την ορολογία, ορολογία που, της ορολογίας
Fordítások: γλώσσα, διάλεκτος, ορολογία, ορολογίας, την ορολογία, ορολογία που, της ορολογίας