Támaszpont görögul
Fordítás: támaszpont, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
ευτελής, βάθρο, υπομόχλιο, υπομοχλίου, σημείο αρθρώσεως, άρθρωσης, σημείο στήριξης
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: támaszpont
támaszpont makett bolt, támaszpont alapítvány, támaszpont egyesület, támaszpont gw, támaszpont csenger, támaszpont szótár görög, támaszpont görögul
Fordítások
- támaszköz görögul - κόλπος, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα
- támaszpillér görögul - ώμος, σπάλα, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
- támasztás görögul - σπάλα, ώμος, υποστηρικτής, υποστήριγμα, της στήριξης
- támaszték görögul - σχέση, έδρανο, στάση, υποστηρικτής, υποστηρικτή, υποστηρικτής της, οπαδός, ...
Véletlenszerű szavak
Támaszpont görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: ευτελής, βάθρο, υπομόχλιο, υπομοχλίου, σημείο αρθρώσεως, άρθρωσης, σημείο στήριξης
Fordítások: ευτελής, βάθρο, υπομόχλιο, υπομοχλίου, σημείο αρθρώσεως, άρθρωσης, σημείο στήριξης