Tároló görögul
Fordítás: tároló, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
κάδος, κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: tároló
tároló szekrény, tároló bérlés, tároló láda, tároló polc, tároló konténer, tároló szótár görög, tároló görögul
Fordítások
- tárnalejárat görögul - ορυχείο, λάκκος, στόμιο του φρέατος, στο στόμιο του φρέατος, Μηχανές ανέλκυσης στο στόμιο, που βρίσκονται σε ορυχεία, βρίσκονται σε ορυχεία
- tárolás görögul - αποθήκευση, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση
- társ görögul - ταίρι, φιλαράκος, ύπαρχος, ζευγαρώνω, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, ...
- társadalmi görögul - κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
Véletlenszerű szavak
Tároló görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: κάδος, κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας
Fordítások: κάδος, κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας