Termelékeny görögul
Fordítás: termelékeny, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
αποδοτικός, αποτελεσματικός, παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: termelékeny
termékeny szinoníma, termelékeny szó jelentése, termelékeny forgácsolás, termelékeny jelentése, termelékeny szótár görög, termelékeny görögul
Fordítások
- terjedés görögul - εκτείνομαι, τεντώνω, τεντώνομαι, τεζάρω, διάδοση, εξάπλωση, διασπορά, ...
- terjeszkedés görögul - όγκος, ανάπτυξη, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής
- termelékenység görögul - αποτελεσματικότητα, παραγωγικότητα, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, η παραγωγικότητα
- termelés görögul - παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Véletlenszerű szavak
Termelékeny görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: αποδοτικός, αποτελεσματικός, παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
Fordítások: αποδοτικός, αποτελεσματικός, παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό