Vagyonbukott görögul
Fordítás: vagyonbukott, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
χρεοκοπημένος, αφερέγγυος, αφερέγγυα, σε πτώχευση, αφερέγγυων, αφερέγγυου
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: vagyonbukott
vagyonbukott szótár görög, vagyonbukott görögul
Fordítások
- vagylagos görögul - εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
- vagyon görögul - πλούτη, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
- vagyonos görögul - αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, έχων περιουσίαν, ιδιοκτητριών, ιδιοκτήτριες, ευκατάστατης
- vagyonrész görögul - τμήμα, ενότητα, το τμήμα, παράγραφο, τμήματος
Véletlenszerű szavak
Vagyonbukott görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: χρεοκοπημένος, αφερέγγυος, αφερέγγυα, σε πτώχευση, αφερέγγυων, αφερέγγυου
Fordítások: χρεοκοπημένος, αφερέγγυος, αφερέγγυα, σε πτώχευση, αφερέγγυων, αφερέγγυου