Vagyonos görögul
Fordítás: vagyonos, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, έχων περιουσίαν, ιδιοκτητριών, ιδιοκτήτριες, ευκατάστατης
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: vagyonos
hatalmas vagyonos, jómódú vagyonos, vagyonos nők, vagyonos kiskorúak nyilvántartása, vagyonos ember, vagyonos szótár görög, vagyonos görögul
Fordítások
- vagyon görögul - πλούτη, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
- vagyonbukott görögul - χρεοκοπημένος, αφερέγγυος, αφερέγγυα, σε πτώχευση, αφερέγγυων, αφερέγγυου
- vagyonrész görögul - τμήμα, ενότητα, το τμήμα, παράγραφο, τμήματος
- vagyontárgy görögul - κεφάλαιο, ενεργητικό, προσόν, περιουσιακού στοιχείου, περιουσιακό στοιχείο, περιουσιακών στοιχείων
Véletlenszerű szavak
Vagyonos görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, έχων περιουσίαν, ιδιοκτητριών, ιδιοκτήτριες, ευκατάστατης
Fordítások: αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, έχων περιουσίαν, ιδιοκτητριών, ιδιοκτήτριες, ευκατάστατης