Vallási görögul
Fordítás: vallási, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευόμενος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: vallási
vallási dualizmus, vallási szekták, vallási közösségek, vallási turizmus, vallási idézetek, vallási szótár görög, vallási görögul
Fordítások
- vallás görögul - θρησκεία, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, η θρησκεία
- vallásfelekezet görögul - ονομασίες, ονομαστικές αξίες, δόγματα, ονομαστικών αξιών, ονομαστική αξία
- vallásos görögul - θρησκευτικός, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής
- vallásosság görögul - ευσέβεια, θρησκευτικότητα, θρησκευτικότητας, η θρησκευτικότητα, τη θρησκευτικότητα
Véletlenszerű szavak
Vallási görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευόμενος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής
Fordítások: θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευόμενος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής