Ábyggilegur á grísku
Þýðing: ábyggilegur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
φερέγγυος, συνεπής, αξιόπιστος, εχέγγυος, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον
Önnur tungumál
Skyld orð: ábyggilegur
ábyggilegur tungumála orðabók gríska, ábyggilegur á grísku
Þýðingar
- ábreiða á grísku - καλύπτω, μουσαμάδες, μουσαμαδες, μουσαμάδων, μουσαμας, οι μουσαμάδες
- áburður á grísku - αλοιφή, κοπριά, λίπασμα, λιπασμάτων, λιπάσματος, λιπάσματα, των λιπασμάτων
- ábyrgð á grísku - ασφάλιση, ασφάλεια, ευθύνη, ευθύνης, την ευθύνη, αρμοδιότητα, ευθύνες
- ábóti á grísku - ηγούμενος, Abbot, Ηγούμενο, ηγουμένου, Καθηγούμενος
Orð af handahófi
Ábyggilegur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: φερέγγυος, συνεπής, αξιόπιστος, εχέγγυος, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον
Þýðingar: φερέγγυος, συνεπής, αξιόπιστος, εχέγγυος, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον