Áfir á grísku

Þýðing: áfir, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
βουτυρόγαλα, βουτυρογάλακτος, το βουτυρόγαλα, αποβουτυρωμένο γάλα, βουτυρογάλακτος σε
Áfir á grísku
Önnur tungumál

Skyld orð: áfir

áfir tungumála orðabók gríska, áfir á grísku

Þýðingar

  • áfangi á grísku - σκηνοθετώ, διάβημα, φάση, σκηνή, βήμα, στάδιο, βηματίζω, ...
  • áfengi á grísku - οινόπνευμα, αλκοόλ, αλκοόλη, αλκοόλης, οινοπνεύματος
  • áflæði á grísku - παράβαση, υπέρβαση, παραβίαση, καταπάτηση, την παράβαση
  • áform á grísku - προαίρεση, πρόθεση, σκοπός, σχέδια, σχεδίων, τα σχέδια, προγράμματα, ...
Orð af handahófi
Áfir á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: βουτυρόγαλα, βουτυρογάλακτος, το βουτυρόγαλα, αποβουτυρωμένο γάλα, βουτυρογάλακτος σε