Áhætta á grísku
Þýðing: áhætta, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
Önnur tungumál
Skyld orð: áhætta
áhætta ákvarðanir og óvissa, eigin áhætta, eðlislæg áhætta, legvatnsástunga áhætta, svæfing áhætta, áhætta tungumála orðabók gríska, áhætta á grísku
Þýðingar
- áhugamaður á grísku - φιλόδοξος, ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, ερασιτέχνες, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
- áhugi á grísku - επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
- áhöfn á grísku - πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
- ákafi á grísku - ζήλος, προθυμία, ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
Orð af handahófi
Áhætta á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
Þýðingar: διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου