Áhlaup á grísku

Þýðing: áhlaup, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεση, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Áhlaup á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: áhlaup

áhlaup tungumála orðabók gríska, áhlaup á grísku

Þýðingar

  • áhald á grísku - εργαλείο, όργανο, υλοποιώ, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
  • áheyrandi á grísku - ακροατής, ακοή, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
  • áhorfandi á grísku - ρολόγια, Κοσμήματα, ρολογιών, τα ρολόγια, Διάφορα
  • áhrif á grísku - επενεργώ, επενέργεια, επιρροή, αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, ...
Orð af handahófi
Áhlaup á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεση, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει