Áhorfandi á grísku
Þýðing: áhorfandi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ρολόγια, Κοσμήματα, ρολογιών, τα ρολόγια, Διάφορα
Önnur tungumál
Skyld orð: áhorfandi
áhorfandi tungumála orðabók gríska, áhorfandi á grísku
Þýðingar
- áheyrandi á grísku - ακροατής, ακοή, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
- áhlaup á grísku - επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεση, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, ...
- áhrif á grísku - επενεργώ, επενέργεια, επιρροή, αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, ...
- áhugamaður á grísku - φιλόδοξος, ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, ερασιτέχνες, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
Orð af handahófi
Áhorfandi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ρολόγια, Κοσμήματα, ρολογιών, τα ρολόγια, Διάφορα
Þýðingar: ρολόγια, Κοσμήματα, ρολογιών, τα ρολόγια, Διάφορα