Áhugi á grísku
Þýðing: áhugi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
Önnur tungumál
Skyld orð: áhugi
áhugi enska, áhugi tungumála orðabók gríska, áhugi á grísku
Þýðingar
- áhrif á grísku - επενεργώ, επενέργεια, επιρροή, αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, ...
- áhugamaður á grísku - φιλόδοξος, ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, ερασιτέχνες, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
- áhætta á grísku - διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, ...
- áhöfn á grísku - πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
Orð af handahófi
Áhugi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
Þýðingar: επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέρον, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος