Áríðandi á grísku
Þýðing: áríðandi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επείγων, άμεσος, κρίσιμος, Crucial, Κρίσιμη, Κρίσιμης σημασίας, ζωτικής σημασίας
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: áríðandi
áríðandi tungumála orðabók gríska, áríðandi á grísku
Þýðingar
- árás á grísku - επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
- áræði á grísku - τόλμη, τόλμημα, τολμηρός, Daring, Το τόλμημα, τόλμημα της
- áróður á grísku - προπαγάνδα, προπαγάνδας, την προπαγάνδα, η προπαγάνδα, της προπαγάνδας
- ás á grísku - κορυφογραμμή, άξονας, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά
Orð af handahófi
Áríðandi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επείγων, άμεσος, κρίσιμος, Crucial, Κρίσιμη, Κρίσιμης σημασίας, ζωτικής σημασίας
Þýðingar: επείγων, άμεσος, κρίσιμος, Crucial, Κρίσιμη, Κρίσιμης σημασίας, ζωτικής σημασίας