Árferði á grísku
Þýðing: árferði, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
νοστιμίζω, περίοδος, περίοδο, περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, περίπτωση
Önnur tungumál
Skyld orð: árferði
árferði á íslandi í þúsund ár, árferði tungumála orðabók gríska, árferði á grísku
Þýðingar
- áreiðanlegur á grísku - φερέγγυος, αξιόπιστος, εχέγγυος, συμπαγής, στερεός, συνεπής, αξιόπιστο, ...
- árekstur á grísku - πάταγος, σύγκρουση, πέφτω, προσκρούω, κραχ, σύγκρουσης, συγκρούσεων, ...
- árgangur á grísku - έτος, χρονιά, ποσότητα, φωνή, όγκος, χρόνος, κατηγορία, ...
- ári á grísku - τελώνιο, δαίμονας, έτος, έτους, χρόνο, περίοδο, χρονιά
Orð af handahófi
Árferði á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: νοστιμίζω, περίοδος, περίοδο, περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, περίπτωση
Þýðingar: νοστιμίζω, περίοδος, περίοδο, περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, περίπτωση