Ásækja á grísku
Þýðing: ásækja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επιτίθεμαι, επίθεση, επιδρομή, στέκι, στοιχειώνει, haunt, λημέρι, στέκι όλης
Önnur tungumál
Skyld orð: ásækja
ásækja tungumála orðabók gríska, ásækja á grísku
Þýðingar
- ástfóstur á grísku - τρυφερότητα, στοργή, εμβρυϊκά, Εμβρυϊκή, Embryonic, Τα εμβρυϊκά, Υποτυπώδεις
- ástæða á grísku - προκαλώ, αιτιολογία, λόγος, έδαφος, προξενώ, γη, προσαράσσω, ...
- ásökun á grísku - κατηγορία, τιμωρία, μαστίγωμα, επίκριση, διαπόμπευση, δριμείας επίκρισης
- át á grísku - έφαγε, έτρωγαν, έφαγαν, έτρωγε, φάγαμε
Orð af handahófi
Ásækja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επιτίθεμαι, επίθεση, επιδρομή, στέκι, στοιχειώνει, haunt, λημέρι, στέκι όλης
Þýðingar: επιτίθεμαι, επίθεση, επιδρομή, στέκι, στοιχειώνει, haunt, λημέρι, στέκι όλης