Ásökun á grísku

Þýðing: ásökun, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κατηγορία, τιμωρία, μαστίγωμα, επίκριση, διαπόμπευση, δριμείας επίκρισης
Ásökun á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: ásökun

ásökun tungumála orðabók gríska, ásökun á grísku

Þýðingar

  • ástæða á grísku - προκαλώ, αιτιολογία, λόγος, έδαφος, προξενώ, γη, προσαράσσω, ...
  • ásækja á grísku - επιτίθεμαι, επίθεση, επιδρομή, στέκι, στοιχειώνει, haunt, λημέρι, ...
  • át á grísku - έφαγε, έτρωγαν, έφαγαν, έτρωγε, φάγαμε
  • áta á grísku - τροφή, φαγητό, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Orð af handahófi
Ásökun á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κατηγορία, τιμωρία, μαστίγωμα, επίκριση, διαπόμπευση, δριμείας επίκρισης