Æða á grísku
Þýðing: æða, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
φουντώνω, λυσσομανώ, οργή, μανία, αγγείων, αγγειακός, αγγειακή, αγγειακών, αγγειακής
Önnur tungumál
Skyld orð: æða
æða tungumála orðabók gríska, æða á grísku
Þýðingar
- ættleiða á grísku - υιοθετώ, αποδέχομαι, adopters, υιοθετούν, υιοθέτησαν, που υιοθετούν, που υιοθέτησαν
- ættleiðing á grísku - υιοθεσία, υιοθέτηση, έγκριση, έκδοση, θέσπιση
- æði á grísku - τρέλα, φρενίτιδα, Frenzy, παροξυσμό, μανία, φρενίτιδα της
- él á grísku - Χαλάζι, Χαίρε, το χαλάζι, Hail, από χαλάζι
Orð af handahófi
Æða á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: φουντώνω, λυσσομανώ, οργή, μανία, αγγείων, αγγειακός, αγγειακή, αγγειακών, αγγειακής
Þýðingar: φουντώνω, λυσσομανώ, οργή, μανία, αγγείων, αγγειακός, αγγειακή, αγγειακών, αγγειακής