Ær á grísku
Þýðing: ær, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
θυμωμένος, τρελός, προβατίνα, κουζουλός, λωλός, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: ær
ær lingus, ær old english, ær fugl, ær í fleirtölu, ær træ, ær tungumála orðabók gríska, ær á grísku
Þýðingar
- ægir á grísku - θάλασσα, πέλαγος, πληροί, συναντά, ικανοποιεί, ανταποκρίνεται, συνεδριάζει
- æpa á grísku - φωνάζω, κραυγή, στριγγλίζω, στριγκλίζω, φωνάζουν, φωνάξει, φωνάζεις
- æra á grísku - τρέλα, Craze, μανία, τρέλας, τρέλα για
- ærinn á grísku - επαρκής, ήταν αρκετό, ήταν αρκετά, ήταν αρκετή, ήταν αρκετό για, ήταν αρκετή για
Orð af handahófi
Ær á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: θυμωμένος, τρελός, προβατίνα, κουζουλός, λωλός, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου
Þýðingar: θυμωμένος, τρελός, προβατίνα, κουζουλός, λωλός, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου