Íbúð á grísku

Þýðing: íbúð, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επίπεδος, διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Íbúð á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: íbúð

íbúð til leigu í norðlingaholti, íbúð til leigu á selfossi, íbúð til leigu á akureyri, íbúð í kaupmannahöfn, íbúð til leigu í new york, íbúð tungumála orðabók gríska, íbúð á grísku

Þýðingar

  • íbúar á grísku - πληθυσμός, κατοίκους, κάτοικοι, κατοίκων, οι κάτοικοι, τους κατοίκους
  • íbúi á grísku - κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
  • íhaldsmaður á grísku - συντηρητικός, Συντηρητικών, Συντηρητικό, Συντηρητικού, των Συντηρητικών
  • íhaldssamur á grísku - συντηρητικός, συντηρητικά, συντηρητική, με συντηρητική, συντηρητικές
Orð af handahófi
Íbúð á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επίπεδος, διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα