Íbúi á grísku
Þýðing: íbúi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: íbúi
íbúi heilsuhússins, íbúi tungumála orðabók gríska, íbúi á grísku
Þýðingar
- í á grísku - σε, στο, στην, στη, στον
- íbúar á grísku - πληθυσμός, κατοίκους, κάτοικοι, κατοίκων, οι κάτοικοι, τους κατοίκους
- íbúð á grísku - επίπεδος, διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
- íhaldsmaður á grísku - συντηρητικός, Συντηρητικών, Συντηρητικό, Συντηρητικού, των Συντηρητικών
Orð af handahófi
Íbúi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
Þýðingar: κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου