Íhaldssamur á grísku

Þýðing: íhaldssamur, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
συντηρητικός, συντηρητικά, συντηρητική, με συντηρητική, συντηρητικές
Íhaldssamur á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: íhaldssamur

íhaldssamur tungumála orðabók gríska, íhaldssamur á grísku

Þýðingar

  • íbúð á grísku - επίπεδος, διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
  • íhaldsmaður á grísku - συντηρητικός, Συντηρητικών, Συντηρητικό, Συντηρητικού, των Συντηρητικών
  • íhlutun á grísku - παρεμβολή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
  • íhuga á grísku - θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Orð af handahófi
Íhaldssamur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: συντηρητικός, συντηρητικά, συντηρητική, με συντηρητική, συντηρητικές