Íhlutun á grísku
Þýðing: íhlutun, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
παρεμβολή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: íhlutun
íhlutun í gegnum leik, magnbundin íhlutun, snemmtæk íhlutun, íhlutun tungumála orðabók gríska, íhlutun á grísku
Þýðingar
- íhaldsmaður á grísku - συντηρητικός, Συντηρητικών, Συντηρητικό, Συντηρητικού, των Συντηρητικών
- íhaldssamur á grísku - συντηρητικός, συντηρητικά, συντηρητική, με συντηρητική, συντηρητικές
- íhuga á grísku - θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
- ílát á grísku - σκάφος, αγγείο, πλοίο, σκεύος, εμπορευματοκιβώτια, δοχεία, εμπορευματοκιβωτίων, ...
Orð af handahófi
Íhlutun á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: παρεμβολή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
Þýðingar: παρεμβολή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης