Ílát á grísku
Þýðing: ílát, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
σκάφος, αγγείο, πλοίο, σκεύος, εμπορευματοκιβώτια, δοχεία, εμπορευματοκιβωτίων, περιέκτες, δοχείων
Önnur tungumál
Skyld orð: ílát
flokkunar ílát, gler ílát, plastílát, ílát tungumála orðabók gríska, ílát á grísku
Þýðingar
- íhlutun á grísku - παρεμβολή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
- íhuga á grísku - θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
- ímynd á grísku - εικόνα, είδωλο, εικόνας, image, εικόνα από, την εικόνα
- ís á grísku - πάγος, πάγου, Ice, πάγο, στον Πάγο
Orð af handahófi
Ílát á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: σκάφος, αγγείο, πλοίο, σκεύος, εμπορευματοκιβώτια, δοχεία, εμπορευματοκιβωτίων, περιέκτες, δοχείων
Þýðingar: σκάφος, αγγείο, πλοίο, σκεύος, εμπορευματοκιβώτια, δοχεία, εμπορευματοκιβωτίων, περιέκτες, δοχείων