Ítreka á grísku
Þýðing: ítreka, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επαναλαμβάνω, επαναβεβαιώνουν, επιβεβαιώνουν, επαναβεβαιώσει, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσουν
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: ítreka
ítreka samheiti, ítreka á ensku, ítreka tungumála orðabók gríska, ítreka á grísku
Þýðingar
- ítarlega á grísku - πλήρως, λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές
- ítarlegur á grísku - διεξοδικός, λεπτομερής, πλήρης, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή
- íþrótt á grísku - αθλητισμός, άθλημα, σπορ, αθλητισμού, αθλητισμό
- íþróttamaður á grísku - αθλητής, αθλητή, αθλήτρια, του αθλητή, αθλητών
Orð af handahófi
Ítreka á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επαναλαμβάνω, επαναβεβαιώνουν, επιβεβαιώνουν, επαναβεβαιώσει, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσουν
Þýðingar: επαναλαμβάνω, επαναβεβαιώνουν, επιβεβαιώνουν, επαναβεβαιώσει, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσουν