Ógætni á grísku
Þýðing: ógætni, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
απρόσεκτος, ξένοιαστος, απρόσεκτους, ανυποψίαστο, απρόσεκτο
Önnur tungumál
Skyld orð: ógætni
ógætni tungumála orðabók gríska, ógætni á grísku
Þýðingar
- ógreinilegur á grísku - ασαφές, ασαφής, ασαφείς, ασαφή, σαφές
- ógurlega á grísku - απαίσια, λαθρέμπορος, Smuggler, λαθρέμπορο, σας μετέφερε λαθραία, λαθρέμπορου
- óhreinindi á grísku - βρωμιά, ακαθαρσίες, χώμα, σκόνη, τη βρωμιά
- óhreinn á grísku - βρώμικος, λερωμένος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Orð af handahófi
Ógætni á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: απρόσεκτος, ξένοιαστος, απρόσεκτους, ανυποψίαστο, απρόσεκτο
Þýðingar: απρόσεκτος, ξένοιαστος, απρόσεκτους, ανυποψίαστο, απρόσεκτο