Öskur á grísku
Þýðing: öskur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
στριγγλίζω, φωνάζω, κραυγή, στριγκλίζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Önnur tungumál
Skyld orð: öskur
öskur barna, öskur tígursins, öskur tungumála orðabók gríska, öskur á grísku
Þýðingar
- öruggur á grísku - σίγουρος, ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
- öskubakki á grísku - σταχτοδοχείο, τασάκι, σταχτοδοχείου, του σταχτοδοχείου, ashtray
- úr á grísku - από, από την, από το, από τις, από τη
- úrkoma á grísku - κατακρήμνιση, καθίζηση, καταβύθιση, καθίζησης, κατακρήμνισης
Orð af handahófi
Öskur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: στριγγλίζω, φωνάζω, κραυγή, στριγκλίζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Þýðingar: στριγγλίζω, φωνάζω, κραυγή, στριγκλίζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει