Þota á grísku
Þýðing: þota, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πετώ, αεριωθούμενο, πίδακας, Jet, πίδακα, αεριωθούμενων
Önnur tungumál
Skyld orð: þota
þota frá spágilsstöðum, þota frá skagaströnd, þota tungumála orðabók gríska, þota á grísku
Þýðingar
- þol á grísku - ανοχή, ανεκτικότητα, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή
- þora á grísku - τολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να
- þrefa á grísku - διαπληκτίζομαι, τριπλός, τριπλούς, τρίκλινα, τριπλό, τριπλή
- þreyja á grísku - καρτερία, υπομονή, πρέπει να, χρειάζεται να, πρέπει, χρειαστεί να, χρειάζεται
Orð af handahófi
Þota á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πετώ, αεριωθούμενο, πίδακας, Jet, πίδακα, αεριωθούμενων
Þýðingar: πετώ, αεριωθούμενο, πίδακας, Jet, πίδακα, αεριωθούμενων