Þróttlítill á grísku
Þýðing: þróttlítill, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ασθενικός, ανίσχυρος, εβδομάδα, αδύναμος, ανάπτυξη των μικρών, την ανάπτυξη των μικρών, ανάπτυξη μικρών, την ανάπτυξη μικρών, ανάπτυξης των μικρών
Önnur tungumál
Skyld orð: þróttlítill
þróttlítill tungumála orðabók gríska, þróttlítill á grísku
Þýðingar
- þrír á grísku - τρία, τρεις, τριών, των τριών, τα τρία
- þróast á grísku - αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, αναπτυγμένες, ανεπτυγμένες, ανεπτυγμένων, αναπτυγμένων, ανεπτυγμένη
- þröngur á grísku - στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
- þrýsting á grísku - πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
Orð af handahófi
Þróttlítill á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ασθενικός, ανίσχυρος, εβδομάδα, αδύναμος, ανάπτυξη των μικρών, την ανάπτυξη των μικρών, ανάπτυξη μικρών, την ανάπτυξη μικρών, ανάπτυξης των μικρών
Þýðingar: ασθενικός, ανίσχυρος, εβδομάδα, αδύναμος, ανάπτυξη των μικρών, την ανάπτυξη των μικρών, ανάπτυξη μικρών, την ανάπτυξη μικρών, ανάπτυξης των μικρών