Þrot á grísku
Þýðing: þrot, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
έλλειψη, υστέρημα, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει
Önnur tungumál
Skyld orð: þrot
andlegt þrot, þrot tungumála orðabók gríska, þrot á grísku
Þýðingar
- þreyja á grísku - καρτερία, υπομονή, πρέπει να, χρειάζεται να, πρέπει, χρειαστεί να, χρειάζεται
- þriðji á grísku - τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων
- þroti á grísku - φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
- þruma á grísku - βροντώ, μπουμπουνίζω, βροντές, βροντή, Thunder, κεραυνό, βροντής
Orð af handahófi
Þrot á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: έλλειψη, υστέρημα, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει
Þýðingar: έλλειψη, υστέρημα, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει