Aðgætinn á grísku
Þýðing: aðgætinn, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
προσεκτικός, γνωστικός, λαμβάνοντας υπόψη, επίγνωση, λαμβάνει υπόψη, προσεκτικοί
Önnur tungumál
Skyld orð: aðgætinn
aðgætinn tungumála orðabók gríska, aðgætinn á grísku
Þýðingar
- aðgreina á grísku - χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
- aðgæta á grísku - τηρώ, παρατηρώ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
- aðgöngumiði á grísku - εισιτήριο, εισιτηρίων, έκδοση εισιτηρίων, έκδοσης εισιτηρίων, ticketing, την έκδοση εισιτηρίων
- aðili á grísku - παρέα, άτομο, πρόσωπο, συμβαλλόμενος, άνθρωπος, μέλος, κράτη, ...
Orð af handahófi
Aðgætinn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: προσεκτικός, γνωστικός, λαμβάνοντας υπόψη, επίγνωση, λαμβάνει υπόψη, προσεκτικοί
Þýðingar: προσεκτικός, γνωστικός, λαμβάνοντας υπόψη, επίγνωση, λαμβάνει υπόψη, προσεκτικοί