Aðgengilegur á grísku
Þýðing: aðgengilegur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ευπρόσιτος, δεκτός, αποδεκτός, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη
Önnur tungumál
Skyld orð: aðgengilegur
aðgengilegur tungumála orðabók gríska, aðgengilegur á grísku
Þýðingar
- aðflutningur á grísku - μεταφέρω, μεταφορά, εισάγω, συνεπαίρνω, μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, ...
- aðgangur á grísku - προσπέλαση, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
- aðgreina á grísku - χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
- aðgæta á grísku - τηρώ, παρατηρώ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Orð af handahófi
Aðgengilegur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ευπρόσιτος, δεκτός, αποδεκτός, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη
Þýðingar: ευπρόσιτος, δεκτός, αποδεκτός, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη