Aðsjáll á grísku
Þýðing: aðsjáll, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
παραδόπιστος, απώτερο σκοπό την, να οδηγεί στον, προοπτική την εντός, που να οδηγεί στον, προοπτική την εντός καθορισμένου
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: aðsjáll
aðsjáll tungumála orðabók gríska, aðsjáll á grísku
Þýðingar
- aðkomumaður á grísku - ξένος, ξένο, άγνωστο, ξένη, άγνωστος
- aðmíráll á grísku - ναύαρχος, Admiral, ναυάρχου, Ναύαρχο, ο Ναύαρχος
- aðstoð á grísku - αρωγή, επικουρία, βοηθός, βοηθώ, βοήθεια, βοήθημα, βοήθειας, ...
- aðstoðarlaus á grísku - ανήμπορος, ανίκανος, διαθέσιμη βοήθεια, τη διαθέσιμη βοήθεια, βοήθεια, νομική βοήθεια
Orð af handahófi
Aðsjáll á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: παραδόπιστος, απώτερο σκοπό την, να οδηγεί στον, προοπτική την εντός, που να οδηγεί στον, προοπτική την εντός καθορισμένου
Þýðingar: παραδόπιστος, απώτερο σκοπό την, να οδηγεί στον, προοπτική την εντός, που να οδηγεί στον, προοπτική την εντός καθορισμένου