Aðstoðarlaus á grísku

Þýðing: aðstoðarlaus, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ανήμπορος, ανίκανος, διαθέσιμη βοήθεια, τη διαθέσιμη βοήθεια, βοήθεια, νομική βοήθεια
Aðstoðarlaus á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: aðstoðarlaus

aðstoðarlaus tungumála orðabók gríska, aðstoðarlaus á grísku

Þýðingar

  • aðsjáll á grísku - παραδόπιστος, απώτερο σκοπό την, να οδηγεί στον, προοπτική την εντός, που να οδηγεί στον, προοπτική την εντός καθορισμένου
  • aðstoð á grísku - αρωγή, επικουρία, βοηθός, βοηθώ, βοήθεια, βοήθημα, βοήθειας, ...
  • aðstoðarmaður á grísku - υποστηρικτής, οπαδός, βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
  • aðsókn á grísku - παρουσία, επίσκεψη, επιθεώρηση, συμμετοχή, τη συμμετοχή, φοίτηση, παρόντων
Orð af handahófi
Aðstoðarlaus á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ανήμπορος, ανίκανος, διαθέσιμη βοήθεια, τη διαθέσιμη βοήθεια, βοήθεια, νομική βοήθεια