Afbaka á grísku

Þýðing: afbaka, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ξεμαυλίζω, διαφθείρω, στρεβλώνω, αλλοιώνω, εκμαυλίζω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Afbaka á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: afbaka

afbaka tungumála orðabók gríska, afbaka á grísku

Þýðingar

  • af á grísku - από, του, της, των
  • afarstór á grísku - τεράστιος, πελώριος, πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς
  • afborgun á grísku - δόση, δόσης, τμήμα, δόσεις, δόσεως
  • afbragð á grísku - μοντέλο, μακέτα, μανεκέν, απαράμιλλος, ασύγκριτος, απαράμιλλη, απαράμιλλο, ...
Orð af handahófi
Afbaka á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ξεμαυλίζω, διαφθείρω, στρεβλώνω, αλλοιώνω, εκμαυλίζω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον