Afsaka á grísku

Þýðing: afsaka, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
δικαιολογία, αφορμή, συγχωρώ, δικαιολογία για, πρόσχημα, πρόφαση
Afsaka á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: afsaka

afsaka tungumála orðabók gríska, afsaka á grísku

Þýðingar

  • afrita á grísku - αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
  • afráða á grísku - αποφασίζω, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν
  • afskaplegur á grísku - πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς
  • afskekktur á grísku - ψυχρός, απόκεντρος, απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, ...
Orð af handahófi
Afsaka á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: δικαιολογία, αφορμή, συγχωρώ, δικαιολογία για, πρόσχημα, πρόφαση