Afskekktur á grísku
Þýðing: afskekktur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ψυχρός, απόκεντρος, απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Önnur tungumál
Skyld orð: afskekktur
afskekktur tungumála orðabók gríska, afskekktur á grísku
Þýðingar
- afsaka á grísku - δικαιολογία, αφορμή, συγχωρώ, δικαιολογία για, πρόσχημα, πρόφαση
- afskaplegur á grísku - πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς
- afsláttur á grísku - έκπτωση, σκόντο, μείωση, εκπτώσεις, εκπτώσεων, τις εκπτώσεις, οι εκπτώσεις
- afstaða á grísku - αντίδραση, στάση, συμπεριφορά, στάσης, τη στάση, η στάση
Orð af handahófi
Afskekktur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ψυχρός, απόκεντρος, απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Þýðingar: ψυχρός, απόκεντρος, απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως