Aka á grísku
Þýðing: aka, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ιππεύω, ατραξιόν, βόλτα, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Önnur tungumál
Skyld orð: aka
aka dan a korean adoptee documentary, aka bílaleiga, aka sutton place new york, aka awkward, aka times square, aka tungumála orðabók gríska, aka á grísku
Þýðingar
- afurðir á grísku - προϊόν, προσκομίζω, παράγω, προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, προϊόντα που, ...
- agi á grísku - πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
- akkeri á grísku - άγκυρα, άγκυρας, αγκύρωσης, αγκυρώσεως, αγκίστρωσης
- akstur á grísku - οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Orð af handahófi
Aka á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ιππεύω, ατραξιόν, βόλτα, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Þýðingar: ιππεύω, ατραξιόν, βόλτα, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική