Auðmýkt á grísku

Þýðing: auðmýkt, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα, ταπεινότητας, ταπεινοφροσύνης, την ταπεινότητα
Auðmýkt á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: auðmýkt

auðmýkt orðabók, define auðmýkt, auðmýkt tungumála orðabók gríska, auðmýkt á grísku

Þýðingar

  • austur á grísku - ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
  • auðkenna á grísku - σημαίνω, βαθμός, σημειώνω, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, ...
  • auðn á grísku - έρημος, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
  • auðsær á grísku - εναργής, προφανής, καταφανής, κραυγαλέα, κατάφωρη, κραυγαλέες, εκτυφλωτικό
Orð af handahófi
Auðmýkt á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα, ταπεινότητας, ταπεινοφροσύνης, την ταπεινότητα